Τι στο διάβολο γύρευε εκεί νοικοκυρά γυναίκα; Μπορεί βέβαια να διέθετε τα τροφαντά καπούλια φοράδας εργασίας, αλλά πέταλωμα δε χρειαζόταν. Άρα; Ωστόσο, ο κύριος Πλαπούτας, λόγω χριστιανικών αρχών (αλλά κυρίως γιατί φοβόταν το δούλεμα που θα του έριχναν οι υπόλοιποι λεμέδες στο καφενείο αν μάθαιναν για το κεράτωμα) δεν ήθελε να πετάξει τη μάλλον σκορδόπιστη και το μάλλον μπάσταρδο στο δρόμο. Έδωσε τόπο στην οργή και έκανε τουμπεκί για το θέμα.
Έτσι ο μικρός Ηλίας μεγάλωνε αμέριμνος στο μικρόκοσμό του, ξεριζώνοντας τα φτερά από τις μύγες, καίγοντας μυρμηγκάκια με σπίρτα που έκλεβε από τις τσέπες του πατέρα του (του κυρ-Πλαπούτα, όχι του Πριτσαπήδουλα), και πετώντας καβαλίνες στα περαστικά γυφτάκια, μέχρι που στην Πέμπτη δημοτικού συνέβη ένα περιστατικό που άλλαξε συλλήβδην τη ζωή του και καθόρισε το μέλλον του.